- μοτέρ
- τοάκλ. κινητήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. moteur < λατ. motor, -oris «κινητής < movēre «κινώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοτέρ — το άκλ. (λ. γαλλ.), κινητήρια μηχανή, ο κινητήρας: Χάλασε το μοτέρ της ραπτομηχανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σερβοκινητήρας — ο, Ν κινητήρας που χρησιμοποιείται σε διατάξεις αυτόματου ελέγχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servomoteur < servir «υπηρετώ» + moteur «κινητήρας» (βλ. λ. μοτέρ)] … Dictionary of Greek
Βαπτσάροφ, Νικόλα — (Nicola Vaptzarov, Μπάνσκο 1909 – Σόφια 1942). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Βούλγαρου ποιητή Νικόλα Γιόνκοφ (Nicola Yonkov). Το έργο του, μολονότι παρουσιάζει πολλές επιδράσεις από την ποίηση του Μαγιακόφσκι και από τον ρωσικό κυβισμό και… … Dictionary of Greek